
Σαούλ, Σαούλ δεν γνωρίζεις ποιος είμαι; Δεν γνωρίζεις την φωνή μου; Ψάξε με ειλικρίνεια στους λόγους των προφητών, αυτοί μιλούν για εμέ. Πως ομολογείς πως δέχεσαι αυτούς αφού αρνείσαι αυτόν για τον οποίο μιλούν;
Δεν είναι μόνο οι προφήτες. Σου έστειλα αγίους και αγίες, μορφές αγιασμένες που με ακολούθησαν ώστε δια αυτών να με γνωρίσεις. Ήσαν εκλεκτές και πολύ αγαπητές μου ψυχές. Τις είδες πολλάκις στα Κολοσσαία των ανθρώπων, να υποφέρουν την σκληρότητα, την ωμότητα, την βαρβαρότητα που υπέφερα και εγώ. Ψυχές αγνές και ευαίσθητες, «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος», ο χοντροκομμένος αυτός κόσμος στον οποίο ζεις.
Σαούλ, Σαούλ, δεν συγκινήθηκες από τους δούλους μου… Αντί να σε αντικρύσω πλάι τους, σε είδα με λύπη απέναντι τους, να κρατάς τα ρούχα αυτών που διαχρονικά τους λιθοβολούν. Πόσο εύκολα δέχτηκες τις κατηγορίες εις βάρος τους..
Σαούλ, Σαούλ, πιστεύεις τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τους αστρολόγους, τους ψευτοεπιστήμονες, την τεχνητή νοημοσύνη, τους υπηρέτες του εκτροχιασμένου αιώνα σου. Σου είναι τόσο οικεία η δαιμονιώδης τους σοφία… Η λογική των δούλων μου σου μοιάζει εξωφρενική. Δια τούτο τόσο εύκολα δέχεσαι τις συκοφαντίες, τα ψέματα, τη λάσπη, τις λοιδορίες, την εξαπάτηση. Άγεσαι και φέρεσαι ωσάν το φυλλαράκι το υπό του ανέμου παρασυρόμενο.
Σαούλ, Σαούλ, πόσο εύκολα ριζώνει μέσα σου ο λόγος ο σκληρός! Πόσο δύσκολα όμως η φιλευσπλαχνία! Πόσο χαίρεσαι με την τιμωρία των όσων μισείς και πόσο σκανδαλίζεσαι όταν συγχωρώ στα Σάββατα του κόσμου τους ασώτους και ανάξιους του ελέους μου; Ο λόγος της – χωρίς όρους- αγάπης δεν χωρεί στην ψυχή σου…. Έγινες δίκαιος….
Οι προφήτες, οι μάρτυρες, οι ασκητές, οι σαλοί, οι κοινοβιάτες, οι ευλογημένοι έγγαμοι, οι ταπεινοί του κόσμου, χτύπησαν την πόρτα της ψυχής σου αλλά σε κανέναν δεν άνοιξες.
Σαούλ, Σαούλ, βλέπεις, Εμένα με άφησα τελευταίο. «ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω». Κρούω γιατί δεν έμεινε άλλος να κρούσει την πόρτα σου. Κρούω και ρωτώ:
Σαοὺλ,Σαοὺλ,τί με διώκεις;
- Π… ποι….. ποιος είσαι Κύριε;
- Είμαι ο Ιησούς τον οποίο εσύ διώχνεις. Είναι οδυνηρό να κλοτσάς το καρφί με το πόδι σου γυμνό, δεν βλέπεις ότι αιμορραγείς;
- Τι ποιήσω, Κύριε; Τι να κάνω; Τι μπορώ πια να κάνω; Αλίμονο, τόσος χρόνος χαμένος, τόσος χρόνος χαμένος, τόσος χρόνος χαμένος… Τί ποιήσω Κύριε;
- Ανάστηθι! Ανάστηθι! Σήκω! ΘΕΛΩ ΠΑΥΛΟ ΝΑ ΣΕ ΚΑΝΩ
4 Καὶ ἐπὶ τὸ γῆρας πεσὼν ἐπεκάλειτο φωνῇ λέγων· Σαοὺλ, Σαοὺλ, τί με διώκεις;5 ὁ δὲ εἶπεν· τίς εἶ, Κύριε; καὶ ὁ Κύριος εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις· δυσκόλως σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν.6 Ὁ δὲ ἄνθρωπος ἔστη καὶ εἶπεν· τί ποιήσω, Κύριε; καὶ ὁ Κύριος εἶπεν πρὸς αὐτόν· ἀνάστηθι καὶ εἰς τὴν πόλιν πορεύου, καὶ ἐκεῖ ἐροῦ σοι τί χρὴ ποιεῖν. (Πράξεις των Αποστόλων κεφ. 9)
