Αὐτή ἡ τόσον συνηθισμένη ὕβρις πού τήν χρησιμοποιοῦν πολλοί ἄνθρωποι, καί δή χριστιανοί βαπτισμένοι, σάν νά μασοῦν μαστίχα καθημερινῶς ἤ σάν νά πίνουν τόν πρωϊνόν καί τόν ἀπογευματινόν τους καφέ εἶναι τόσο βαρειά, πού τό βάρος της δέν μπορῶ νά τό ζυγίσω.
Δηλαδή τό νά στείλης στόν διάβολον τόν συνάνθρωπόν σου, τόν γείτονα, τόν πατέρα σου , τήν μάνα σου, τό παιδί σου, τόν ἀδελφόν σου, τόν συνεργάτην σου, τόν ὑπάλληλόν σου, τό ἀφεντικόν σου, τόν φίλον ἤ τόν ἐχθρόν σου, σημαίνει ὅτι τοῦ δίνεις τήν μεγαλύτερη κατάρα, τόν ἀποκόπτεις ἀπό τόν Χριστόν καί τήν Ἐκκλησίαν μας, ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα, στό Πάνσεπτον ὄνομα τῆς ὁποίας ἐβαπτίσθη. Καταλαβαίνεις, ἄνθρωπε, τί κανεις; Συναισθάνεσαι τί λέγεις; Καταργεῖς τό μυστήριον τοῦ Θείου καί ἱεροῦ Βαπτίσματος. Ἀποδιώκεις τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ πού σώζει, πού ἁγιάζει, πού φωτίζει, πού θεώνει τόν ἄνθρωπον.
«Στόν διάβολο νά πᾶς»!!!
Φράσις καταραμένη, βρισιά πού κολάζει τήν γλῶσσα καί τήν ψυχή. Καί ὅμως λέγεται παντοῦ καί πάντα, μαζί μέ ὅλον τόν βορβορώδη ὀχετόν τοῦ συγχρόνου ὑβρεολογίου πού…«στολίζει» τόν Νεοέλληνα. Στά σαλόνια, στό πεζοδρόμιο, στίς Δημόσιες Ὑπηρεσίες, στά Σχολεῖα, στόν στρατό, στήν ἀγορά, μέχρι καί τῶν λεωφορείων τήν οὐρά. Καί θεωρεῖται τόσον ἀθώα βρισιά (!!) ὥστε νά τήν ἐκστομίζη ἄνετα χωρίς καμμμιά ἐντροπή καί συστολή ἡ μάνα πρός τό παιδί καί τἀνάπαλιν. Τό παιδί πρός τήν μάνα. Δύστυχη μάνα καί δύστυχο παιδί!
«Στόν διάβολο νά πᾶς»!!!
Τί τούτου χείριστον; Τί τούτου ἀναιδέστερον; Τί τούτου ἀποτρόπαιον; Ἐάν ἐγνώριζεν ὁ ὑβρεολόγος τί σημαίνει ὁ λόγος αὐτός καί τί μπορεῖ νά βρῆ ὁ ἄνθρωπος πηγαίνοντας στόν διάβολον τότε θά ἔφριττε, θά ἔκλαιγε νυχθημερόν, γιατί μέ τίς βρισιές αὐτές ζητάει νά ἀκυρώση τό σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος μας, πού ἦρθε στόν κόσμον καί ἐνηνθρώπησε καί ἐσταυρώθη καί ἀνεστήθη γιά νά μᾶς λυτρώση ἀπό τόν διάβολον.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ σωτηρία μας, ὁ διάβολος εἶναι ἡ καταστροφή.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐλπίδα καί ὁ διάβολος εἶναι ἡ ἀπελισία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας, ὁ διάβολος εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός εἶναι τό φῶς μας, ὁ διάβολος εἶναι τό σκοτάδι.
Ἄς ἀντικαταστήσουμε τήν βρισιά μέ τήν εὐχή, ἄς μάθουμε τήν ἀχαλίνωτη γλῶσσα μας νά λέη τόν τρισμακάριον αὐτόν λόγον:
«Στήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας νά πᾶς».