ΜΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Μία ἡμέρα μέ ἐπεσκέφθησαν δύο πατέρες Ρουμάνοι στό ἐρημητήριό μου στό Ὄρος. Ὁ ἕνας εἶναι ἐρημίτης. Μόλις εἰσῆλθε στήν ἐκκλησία γιά μιά στιγμή ἐσήκωσα τό βλέμμα μου καί τό ἔρριξα πρός τό μέρος του γιά νά τόν χαιρετήσω. Ἀντίκρισα θέαμα ὑπέροχο. Τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπό ἐνέργεια Χάριτος. Εἶχε ἕνα φῶς, μιά λευκότητα γλυκειά, ὑπέρ φύσιν. Μετέδωσε καί σέ μένα τόν τρισάθλιο μιά εἰρήνη δακρύβρεκτη. «Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι»,

«Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου Κύριε…»