ἀπό τήν Δημογραφική-πληθυσμιακή γήρανση
Ἡ Δημογραφική κατάσταση τῆς Πατρίδος μας, δέν εἶναι ἁπλῶς ἀνεκτή. Εἶναι ἀπελπιστική. Καθημερινῶς καταγράφονται μέ ἐπίσημες στατιστικές περισσότεροι θάνατοι καί ὀλιγώτερες γεννήσεις. Ἔχομε 100.000 γεννήσεις τό ἔτος.
Οἱ θάνατοι δέν ἰσοφαρίζουν κἄν τίς γεννήσεις. Ἀλλά οἱ 100.000 γεννήσεις μειώνονται κατ’ ἔτος. Δεδομένου ὅτι ἔχομε, δυστυχῶς ἀποφυγή τοῦ ἐντίμου γάμου, παρατηρεῖται ἔξαρση δστήν στείρωση ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Πλῆθος διαζυγίων ἐπάνβ στήν ἀναπαραγωγική ἡλικία.
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Ὅλοι θαυμάζομε, διψᾶμε καί ποθοῦμε τόν ζωηφόρο λόγο, τόν γλυκό λόγο τῶν ἁγίων. Εἶναι ὁ «ἅλατι ἠρτυμένος» πού εὐωδιάζει ἀπό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ χαρισματοῦχος «ζῶν λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐνεργής καί … κριτικός ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας» ( Ἑβρ. δ’ 12 ).
Εἶναι ἀπόλαυση νά συλλαμβάνεις τά μηνύματα τοῦ λόγου, τῆς θεολογίας τῶν ἁγίων. Ἀλλά εἶναι μεγαλύτερη ἀπόλαυση νά συλλαμβάνεις τά κύματα καί τήν διάσταση, τήν πρόταση, τήν ἔκταση και τήν ἔκσταση τῆς σιωπῆς καί τῆς θεολογίας τῆς σιωπῆς τῶν ἁγίων.
Ἀς ἐνθυμηθοῦμε τό περιστατικό ἐκεῖνο μέ τόν ἅγιον Ἀντώνιον. Εἶχαν πάει τρεῖς ἐπισκέπτες νά τόν δοῦν. Οἱ δυό τόν ἐρωτοῦσαν γιά τό ἕνα, γιά τό ἄλλο. Ὁ τρίτος ποτέ δέν ἐρώτησε γιά κάτι. Ὄχι διότι δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό συμβουλή. Ὄχι διότι αἰσθανόταν αὐτάρκεια πνευματική. Ὄχι διότι δέν εἶχε ἐκτιμήσει τόν χαριτωμένον λόγον τοῦ ἁγίου. Ἀλλά διότι διδασκόταν περισσότερο ἀπό τήν σιωπηλή παρουσία του. Κάποτε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἐρώτησε αὐτόν, τόν τρίτο ἐπισκέπτη:
-Ἐσύ γιατί δέν μ’ἐρωτᾶς κάτι τι;
Ἐκεῖνος ἀπάντησε:
-Μοῦ ἀρκεῖ μόνο νά σέ βλέπω, ἅγιε τοῦ Θεοῦ.
Μοῦ ἀρκεῖ νά βλέπω τήν σιωπηλή σου μορφή. Ν’ἀκούω, νά αἰσθάνομαι καί νά συναισθάνομαι τήν θεολογία τῆς σιωπῆς σου, πού εἶναι καταφατική μέν ὡς πρός τήν ἀδυναμία καί τόν πόνο τοῦ κόσμου, ἀποφατική δέ ὡς πρός τήν φερόμενη «δύναμή» του, τήν δύναμη
τῆς γνώσεώς του.
Ὅλοι ὅσοι ζήσαμε τόν ἀείμνηστον γέροντα Παΐσιον ρουφούσαμε τόν δροσερό λόγο του, πού ἦταν ἁπλός ἐν τῇ σοφίᾳ του καί σοφός ἐν τῇ ἁπλότητί του. Πάντως πάντοτε θεολογικός, ἐκκλησιαστικός λόγος. Μεγαλύτερο ὅμως βάρος ἐζύγιζε ἡ σιωπή του. Ἡ σιωπή τῆς θεολογίας του καί ἡ θεολογία τῆς σιωπῆς του.
Θά ἀναφέρομε ἕνα ἁπλό, χαριτωμένο, ἀνέκδοτο γεγονός αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου τῆς σιωπῆς.
Ταξειδεύαμε μέ τό καράβι ἀπό τήν Οὐρανούπολη πρός τήν Δάφνη. Ἦταν μιά ἥσυχη ἀνοιξιάτικη ἡμέρα καί μιά γαληνεμένη – «λάδι» θάλασσα. Μαζί μας, πάνω στό κατάστρωμα εἴχαμε συνεπιβάτη τόν παππούλη. Καθόταν μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα καί ἦταν ἀπό τίς λίγες φορές πού δέν μιλούσαμε καθόλου. Λίγο πρίν εἴχαμε πάρει τήν εὐχή του καί εἴχαμε ἀνταλλάξει κάποιες μετρημένες κουβέντες.
Σέ μιά στιγμή μᾶς ἐπισκέπτεται μιά ὄμορφη πεταλούδα. Πέταξε ἀπ’ἐδῶ, πέταξε ἀπ’ἐκεῖ, ζητῶντας τόπο νά ἐπικαθήση, νά ἀναπαυθῆ. Ἔκανε μερικούς κύκλους ἀκόμη πάνω ἀπό τά κεφάλια μας. Ἐρεύνησε ὅλα καί ὅλους. Στό τέλος προτίμησε νά προσγειωθῆ στό χέρι τοῦ γέροντος Παϊσίου.
Τό θαυμαστό ἔγκειται ὄχι μόνο διότι δέν προτίμησε κανένα ἀπό τήν μεγάλη μας συντροφιά, ἀλλά διότι ἐπέλεξε τόν παππούλη καί διότι δέν ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ του γιά μεγάλο διάστημα. Μέσα στήν ἡλιόλουστη ἐκείνη ἡμέρα ἡ πεταλούδα, τό μικρό αὐτό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, καθόταν ἀναπαυμένη στό ἀσκητικό του χέρι. Χαιρόταν καί αὐτή, ὅπως καί ὅλοι μας, στήν παρουσία τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ τῆς ἐποχῆς μας.
Ἐκεῖνος, πότε ἔρριχνε τό βλέμμα του στήν πεταλουδίτσα πάνω στό χέρι του μέ καρδία ἡ ὁποία πονάει «ὑπέρ ὅλης τῆς κτίσεως», πότε κοίταζε πρός ἐμᾶς μέ σιωπηλό χαμόγελο. Δέν μιλοῦσε. Ὅμως ὁ γέροντας θεολογοῦσε μέ τήν σιωπή του. Θεολογούσαμε κι ἐμεῖς. Θεολογοῦσε καί ἡ πεταλούδα – κτίσμα ὄμορφο τοῦ «Ἀμηχάνου Κάλλους». Ὅπως θεολογοῦν τά πάντα. Μέ τήν γλῶσσα ἤ μέ τήν σιωπή τους.
«Εὐλογεῖτε πάντα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ
τά θηρία καί πάντα τά κτήνη, τόν Κύριον·
ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε Αὐτόν εἰς τούς αἰῶνας» (Ὠδή ὀγδόη).
Ὁ γέροντας θεολογοῦσε μπροστά σέ μιά πεταλούδα. Ἐξωτερικά ἀμίλητος. Ἐσωτερικά ἡ φλεγόμενη καρδιά του προσευχόταν δοξολογικά. Ἀπό ὅλη τήν γνωστή βιοτή του εἶχε ἀναδειχθῆ ἔμπιστος φίλος τῶν ζώων καί τῶν ἑρπετῶν καί πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ. Τό παράσημο καί τό χάρισμα ἦταν δεδομένο στόν παππούλη. Ἔτσι δέν τό θεωρήσαμε κάτι ἀφύσικο καί παράξενο. Φαίνεται, ὅπως οἱ ἄνθρωποι εὕρισκαν κοντά του παρηγοριά, ἀναγνώριση, ἀσφάλεια, ἔτσι καί τά ζῶα, ἔτσι καί ἡ πεταλούδα.
Εὐλογημένε πάτερ Παΐσιε, καλέ μας ἁγιορείτη γέροντα, ὅσο ζοῦσες πολλοί σέ ἔλεγαν παλαβό καί πλανεμένο, ὅπως τόν ἅγιον Μάξιμον τόν καυσοκαλύβη καί τόν πάγκαλλον καί τό κάλλος τῆς ἀθωνικῆς ἐρήμου Ἰωσήφ τόν σπηλαιώτη. Ἐμεῖς ἕνα γνωρίζομε: Πώς ἀπό τότε πού ἔφυγες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ἐφτώχυνε τό Ὄρος κατά πολύ… Ἱκέτευε τήν Κυρία Θεοτόκον γιά μᾶς, γιά τό περιβόλι Της, γιά ὅλον τόν κόσμον, πού ἀγάπησες σάν ἀληθινός μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Ἔχομε τώρα περισσότερη ἀνάγκη ἀπό τήν θεολογία τῆς σιωπῆς. Εἴμαστε ἄποροι καί ἄμοιροι τῆς θεολογίας τῆς σιωπῆς, τῆς θεολογίας τῆς ἡσυχίας, τοῦ ἐνδιάθετου λόγου, τῆς «ὑπέρ μέλι καί κηρίον» γεύσεώς του.
«Μέγας τῷ ὄντι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὅστις μεθ’ ὑπομονῆς ἀποκτᾶ τήν θαυμαστήν συνήθειαν τῆς σιωπῆς εἰς τήν ψυχήν αὐτοῦ…» (Ἁγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος –Λόγος λδ’).