Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ἡ θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι θεῖο, οὐράνιο δῶρο, ἀπροσμέτρητη, ἄπειρη, ἐμφανής μέν εὐεργεσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφανής δέ, μυστική κατά τήν ἄκτιστον ἐνέργειαν τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται ἐν αὐτῇ καί δι’ αὐτῆς.

Τό θαυμάσιο, εὐσκιόφυλλο δένδρο τῆς θείας λατρείας, τό «παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων» καί τάς πηγάς τοῦ Πνεύματος φυτευθέν, ρίζα ἔχει τό ἀποστολικό «ἐν ὠδαῖς…καί ὕμνοις καί ψαλμοῖς λαλοῦντες ἑαυτοῖς. ἄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. ε’ 19), κλάδους δέ ἔχει καί ὡρίμους καρπούς τήν ἁγιοπατερική καί ἁγιοπνευματική, θεόπνευστη ὑμνολογία καί λειτουργική τῶν ἁγίων πατέρων, ποιητῶν, ὑμνωδῶν, μελουργῶν.

Τό νά ὁμιλεῖ κάποιος περί τῆς ὠφελείας τοῦ Χριστιανοῦ ἀπό τήν θεία λατρεία, ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ, τρέφει καί τρέφεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι ὡσάν νά συλλέγει ἀδιακόπως καρπούς ἀπό τήν ἀδιάλειπτη «πολυφορίαν καί καλλιφορίαν» τοῦ αἰωνόβιου αὐτοῦ δένδρου.

Ἐπειδή ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι διφυής, ἀποτελεῖται ἀπό ὑλικό καί πνευματικό στοιχεῖο, ἡ Ὀρθόδοξη λατρεία ἔχει ἀπόλυτα ἀνθρωπολογικό χαρακτήρα. Μέ τήν ὁρατή ἐκδήλωση τῆς λατρευτικῆς εὐλάβειας, μέ καθωρισμένες τυπικές διατάξεις, οἱ ὁποῖες ἐναρμονίζονται καί δέν καταργοῦν, ἀλλά ὑποβοηθοῦν στή βίωση τῆς οὐσίας, μέ τήν χρήση συμβόλων, εὐχῶν καί προσευχῶν, μέσῳ τῶν ἱερέων, μεταδίδεται στούς πιστούς ἡ θεία Χάρις. Σῶμα καί ψυχή ἁγιάζονται καί φωτίζονται, καθώς ὅλες οἱ αἰσθήσεις, σωματικές καί ψυχικές, συμμετέχουν στή θεία λατρεία.

Βεβαίως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στήν μακραίωνη Παράδοση της ὑπάρχει καί μία ἄλλη λατρευτική ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων. Εἶναι ἡ νοερά καί νηπτική λατρεία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ, πού τελεῖται ἐσωτερικά καί συντελεῖται μέσα στό ἔμψυχο θυσιαστήριο τοῦ νοῦ καί τῆς καρδίας. Εἶναι ἡ λατρεία τοῦ θεοποιοῦ καί λυτρωτικοῦ καί φωτιστικοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἡ λατρεία τῆς νοερᾶς καί ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ἡ ὁποία ἀνακαινίζει καί μεταμορφώνει καί ἀναπλάθει.

Στήν πραγματικότητα μία εἶναι ἡ θεία λατρεία, ἀλλά μέ δύο μορφές καί ὄψεις. Ἐσωτερική καί ἐξωτερική. Σκοπός ὁ ἴδιος: Ἡ ἀνακαίνιση, «ὁ καινός ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος», ἡ ἀνάπλαση, ἡ ἀνάκληση στό πρωτόκτιστο κάλλος, στήν πρώτη ὀμορφιά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ἡ κατά χάριν θέωση. Κέντρο τό ἴδιο: Ἡ δοξολογία, ἡ ἔφεση, ὁ ἔνθεος πόθος πρός τήν Ἁγία Τριάδα, πρός τό Θεανθρώπινο Πρόσωπο τοῦ Κυρίου, πρός τήν πανυπερευλογημένη Κυρίαν Θεοτόκον, πρός τούς ἁγίους μας.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μυστήριο. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι προσευχή. Καί ἡ Ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι μυστήριο καί προσευχή. Μετέχοντας ὁ Χριστιανός στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἐνορίας του ἐπιμελῶς καί ἀνελλιπῶς, νεκρώνει τόν παλαιόν ἄνθρωπον, πολεμᾶ τά ψυχοφθόρα πάθη, μεταστοιχειώνεται, πάσχει τά θεῖα, ἀπολαμβάνει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τῶν μυστηρίων καί διά τῆς προσευχῆς. Ἡ μετοχή καί συμμετοχή στή θεία λατρεία πρέπει νά εἶναι ἐπιμελής καί ἀνελλιπής μέ σκοπό τήν ἀνάταση καί τήν ἀνύψωση ἀπό τά γήινα πρός τά οὐράνια καί μένοντα. Κανένα ἔργο δέν γίνεται ἀποδοτικό καί καρποφόρο χωρίς κόπο, ἐπιμέλεια, χρόνο καί πόθο. Καί τό ἔργο τῆς ἐσωτερικῆς κατεργασίας, τῆς καθάρσεως ἀπό τά πάθη καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἐσκοτισμένου νοῦ μας δέν πραγματοποιεῖται ἀποσπασματικά καί περιστατικά. Ἀπαιτεῖ πρόγραμμα καί ἀφιέρωση χρόνου. Καί αὐτό δέν μπορεῖ νά ἰσχύει μόνο γιά τούς μοναχούς. Ἡ θεία λατρεία ἀνήκει σέ ὅλους. Καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἔμφυτη καί ἀνθρωπολογική καί ψυχολογική τήν ἀνάγκη νά λατρεύσουν τόν Θεό καί Δημιουργό τους.

Ἡ προσευχή εἶναι ζωτική ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεώς τους. Ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας, ἡ ὁποία ἔρριξε τόν ἄνθρωπο τόν σύγχρονο στήν πτώση τῆς αὐτοθεώσεως μέ τήν ἀπορρόφηση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς του στήν ὕλη, στή γνώση, στή λατρεία τῶν νέων εἰδώλων. Τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας λατρείας μας, πού θαυμάζουν καί οἱ ξένοι, ἔγκειται καί στό ἀσύγκριτο περιεχόμενο, ἀλλά καί στήν ἐκκλησιαστική τάξη, καί στήν πολύωρη ἀκολουθία, θεία λειτουργία, ἀγρυπνία κτλ. Ἀντίθετα πρός τόν Παπισμόν. Ἐκεῖ περιώρισαν ἀσφυκτικά τήν προσευχή καί τήν λατρεία καί ἔδωσαν ὅλον τόν χρόνον τους καί τήν δραστηριότητά τους στά ἔξω, στά «κτιστά φῶτα», στή ματαιότητα καί δέν σκέπτονται ὅτι «ἐντός ἡμῶν ἐστι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Καί ὅτι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Θεόν του, ὅλα τά ἄλλα, καί τά διαπροσωπικά καί τά οἰκογενειακά καί τά κοινωνικά καί τά παγκόσμια καί τά οἰκονομικά, παίρνουν ἄλλο νόημα, ἄλλη λύση, φωτισμένη ἄνωθεν, ἀπό Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶναι τό Ἀπρόσιτον καί Ἄκτιστον Φῶς.

Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης Σου

ἐν οὐρανῷ ἑστᾶναι νομίζομεν·

Θεοτόκε, πύλη ἐπουράνιε,

ἄνοιξον ἡμῖν τήν θύραν τοῦ ἔλέους Σου.

«ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία ἀποτελεῖ, ἰδιαιτέρως μέ τήν ὀντολογική, εὐχαριστιακή παρουσία τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἄρτου τοῦ Ζωοποιοῦ, τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ ὑπέρ ἡμῶν σταυρωθέντος καί ἀναστάντος, πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ὁ ναός ὁ ὀρθόδοξος μεταβάλλεται σέ ἐπίγειον οὐρανόν.

Κέντρον τῆς θείας λατρείας, ἡ ὁποία ὑπομνηματίζει ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή, ὁλόκληρη τήν Θεολογία, εἶναι ἡ θεία λειτουργία, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων.

Ὁ κόσμος ὅταν λειτουργεῖται γίνεται καινούργιος, λογικοποιεῖται. Ἀλειτούργητος παραμένει στήν ἀλογία τῶν παθῶν, στό σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, σέ χώρα μακρινή, ἀλλότρια τῆς πατρικῆς παρουσίας. Ἡ θεία λατρεία εἶναι λογική λατρεία. Ἔχει λόγον Τριαδολογικόν, στρέφεται περί τόν Θεόν – Λόγον, ἀπευθύνεται μέ λατρευτική προσκύνηση καί δοξολογία πρός Αὐτόν ἀπό τά λογικά ὄντα, τούς ἀνθρώπους.

Ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Γέρων Πορφύριος (τό βαθυσκάφος τῆς λατρευτικῆς μας ζωῆς): «Μεγάλοι οἱ θησαυροί πού κρύβονται μέσα στούς ψαλμούς, στούς στίχους, στά ὑμνολογικά μας κείμενα. Ἀρκεῖ νά εἰσδύουμε στά βαθύτερα νοήματά τους. Ξέρεις τί βάθος ἔχει λ.χ. αὐτό τό ἀναστάσιμο τροπάριο, τί θεολογικό βάθος;

Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν

ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιωτῆς

τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν

καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον,

τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων

Θεόν καί ὑπερένδοξον».