ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ ΙΔΟΥ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ: Ἐπισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου

Ὑπόμνημα. Εἰσαγωγή, κείμενο καί ἑρμηνεία στήν ἀπαντητική ἐπιστολή τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη πρός τόν Ρωμαιοκαθολικό Διάκονο Πέτρο Κλαίρκιο.

Ἅγιον Ὄρος 2002

Ἔκπληξη καί κατάπληξη μᾶς ἐπεφύλαξε ὁ Θεοφιλέστατος ἅγιος Ροδοστόλου Χρυσόστομος μέ τήν ἔκδοση καί κυκλοφορία τοῦ θεολογικοῦ – δογματικοῦ – ἱστορικοῦ – ἑρμηνευτικοῦ αὐτοῦ ἔργου του. Εἶναι ἕνας ὥριμος καρπός μιᾶς ἐμβριθοῦς μελέτης, μιᾶς ἀρτίας ἐκπαιδευτικῆς θητείας – ὡς ἐκλεκτός Σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος ἐπί σειράν ἐτῶν – πρό πάντων ὅμως μιᾶς ὥριμης, ἡσυχαστικῆς, ἐρημιτικῆς ζωῆς. Διότι γνωστόν τυγχάνει τοῖς πᾶσι ὅτι ὁ Θεοφιλέστατος εἶναι ὁ μόνος – δυστυχῶς – ὁ ὁποῖος ὡς ἐπίσκοπος ἡσυχάζει στό Ἅγιον Ὄρος καί κρατεῖ τήν ὡραία παράδοση, κατά τήν ὁποία πληθύς ἐπισκόπων καί πατριαρχῶν ἡσύχασαν καί ἐν εἰρήνῃ καί μακαρίᾳ τῇ λήξει ἐκοιμήθησαν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Εἶναι ὁ ἐρημίτης ἐπίσκοπος πού κοσμεῖ τό Λαυριωτικόν ἀσκητήριο τῶν ἁγίων Πάντων, κάτωθεν τῆς περιοχῆς τοῦ ἁγίου Νείλου.

Ἐκεῖνο, ὅμως, πού προσπορίζει ἰδιαίτερο κῦρος καί λαμπρότητα στό ἔργο ΙΔΟΥ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ δέν εἶναι μόνον ὁ συγγραφεύς καί τά περιεχόμενά του, οὔτε ἡ ἑλληνομάθεια τῆς ρέουσας γλώσσης του, ὡς ἄξιος γόνος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, οὔτε τό ὁμολογιακό σθένος, οὔτε ἡ ἱστορική ἐνημέρωση, οὔτε ἡ δεινότης καί ἐφευρετικότης τοῦ λόγου, οὔτε ἡ ἑρμηνευτική δεξιοτεχνία, ὅσον ἡ Πατριαρχική ἐπιστολή καί εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί Δεσπότου ἡμῶν κ.κ. Βαρθολομαίου.

«…Ἀσμένως ἐκ τοῦ ἀπό τῆς κ’ παρελθόντος Ἰουλίου γράμματος ὑμῶν ἐπληροφορήθημεν τό ἐν κόπῳ καί μόχθῳ καί πολλῇ ἀγάπῃ πρός τήν ἱστορίαν καί τήν ἀλήθειαν προετοιμασθέν νέον ἔργον τῆς ὑμετέρας ἀγαπητῆς Θεοφιλίας, ἤτοι τήν δευτέραν καί ἀκριβεστέραν λίαν ἐπιμεμελημένην ἔκδοσιν ἔργου κλασσικοῦ τῆς ἡμετέρας ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ὡς ἡ ἐπιστολή τοῦ ἀειμνήστου διδασκάλόυ τοῦ Γένους Εὐγενίου Βουλγάρεως πρός Πέτρον Κλαίρκιον – γράφει ἀπαντητικῶς ὁ Παναγιώτατος. Καί συνεχίζει:

»…Ἀπό τῆς ἐπόψεως ταύτης ἡ ἐπιστολή αὕτη εἶναι χρήσιμος καί ἐπίκαιρος, ὡς τοποθετοῦσα τόν μεταξύ τῶν Χριστιανῶν διάλογον ἐπί βάσεως εἰλικρινείας καί ἀληθείας. Ἡ ἱστορία ἀποτελεῖ τόν καλλίτερον ὁδηγόν πρός ἀποφυγήν ἀστοχιῶν τοῦ παρελθόντος…».

Ἡ τιμή πρός τό πρόσωπον τοῦ συγγραφέως ἐκ τῆς Πατριαρχικῆς εὐλογίας προερχομένη εἶναι ἀμφίδρομος, ἐφ’ ὅσον ὁ τιμώμενος τυγχάνει τέκνον καί ἐπισκοπικόν ἀνάστημα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ὄντως ἐπίκαιρον τό ἔργον ΙΔΟΥ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ. Ἐπίκαιρον εἰς καιρόν θεολογικῆς μυωπίας, εἰς καιρόν θεολογικῆς ἀμβλύνσεως, χαλαρώσεως καί ἀδιαφορίας κλήρου καί λαοῦ. Σ’ αὐτή τήν κρίσιμη θεολογική ἐπικαιρότητα, κατά τήν ὁποία ἡ ὑποχωρητικότης ἀπό τήν μιά πλευρά καί ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν ζηλωτισμός ἀπό τήν ἄλλη κυριαρχοῦν, ὁ Θεοφιλέστατος, ὡς ἀληθινός ἁγιορείτης, μέ τό σοφό στόμα τοῦ εὐγενεστάτου τέκνου καί διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας Εὐγενίου Βουλγάρεως στηλιτεύει ὁμολογιακά τόν Παπισμόν διά τήν «ἁρμύρα τῶν τερατωδῶν κακοδοξιῶν», διά «τάς περί τό δόγμα Δυτικάς στραγγαλίδας», πού στραγγαλίζουν πᾶν τό ἀληθές, τό εὐαγγελικόν, τό ἀποστολικόν, τό ἁγιοπατερικόν.

Ἀνεπαύσατε, Θεοφιλέστατε, ἀπείρους συνειδήσεις. Ἐδικαιώσατε τήν τῆς Ἀρχιερωσύνης χάριν, ἐτιμήσατε τήν θεολογικήν σας καταγωγήν ἐκ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπήσατε τήν ἀκρόπολιν τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Ἅγιον Ὄρος.

ΙΔΟΥ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ! Προσέλθετε, λοιπόν, ὦ εὐήθεις καί ἀφελεῖς παπόφιλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, προσέλθετε καί ’σεῖς, ὦ φιλοκατήγοροι, μονοπωλοῦντες τήν εὐσέβεια, προσέλθωμεν οἱ πάντες. ΙΔΟΥ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ! Μέ τά ἱστορικά του δεδομένα, μέ τίς αἱρέσεις του, μέ τήν ἠθική του αὐτουργία γιά τόν Προτεσταντισμό, μέ τίς σταυροφορίες του, μέ τά παρασκήνιά του, μέ τό παρελθόν καί τό παρόν, μέ τήν Βατικάνεια διπλωματία, μέ τήν ἐπάρατη κατασκοπεία τῆς Οὐνίας, μέ τά ἐγκλήματα καί «τούς ἁγιαστικούς σκοπούς του», μέ τήν ἐπικαιρότητά του. Προσέλθωμεν πρός συνάντησή του.

Μᾶς τόν παρουσιάζει, μᾶς τόν ζωγραφίζει μέ τήν δυνατή του πέννα ὁ συγγραφεύς, πού γνωρίζει νά καταγράφη καθαρή τήν ἱστορία. Ζωγραφίζει τόν Παπισμό μέ τά δικά του χρώματα καί σχήματα, πρόσωπα καί πράγματα, χωρίς ἐπιπλάσματα καί προσωπεῖα. Καί μᾶς τόν παρουσιάζει γυμνόν καί τετραχειλισμένον.

Ξεκινάει μέ μιά εἰσαγωγική προσπάθεια (ἀντί προλόγου) μέ παραγράφους τόν θόρυβο τῶν ταυτοτήτων, πού ἐδημιούργησε δόλια ἡ παπική προπαγάνδα, τό δυστυχές γεγονός τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα, τόν διάλογο μετ’ ἐμποδίων, τίς προσωπικές ἐκτιμήσεις, πού ἔχουν ἀντικειμενικότητα καί εὐθύνη, τίς ἀναβάσεις λογισμῶν γιά τούς διαλόγους καί τόν σκοπό τοῦ βιβλίου. Στήν τελευταία αὐτή παράγραφο τῆς εἰσαγωγῆς του ὁ συγγραφεύς γράφει:

«…Καταλήγουμε νά ποῦμε ὅτι ἡ κατοπτρική τούτη τῶν κατά τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας κατακτητικῶν βουλῶν, μεθοδειῶν καί καταχειρίσεων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἀφ’ ἑνός, ἐν ταὐτῷ δέ ἀποδεικτική τοῦ χριστομιμήτως ταπεινοῦ, τοῦ ἀκραιφνῶς ἀπροσποιήτου καί ἀκαινοτομήτως ἱεροπαραδοσιακοῦ ἤθους τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἐπιστολή , προσθετικῶς καί ἀλλεοτρόπως μπορεῖ νά ἀποβῆ χρήσιμη, διδακτική καί πολλαπλῶς ἐπωφελής γιά τόν κάθε ἀναγνώστη, ἀφ’ ἑτέρου».

Ἐν συνεχείᾳ, ὡς ὑπεύθυνος ἱστορικός ἐρευνητής καί ὡς ὀρθόδοξος θεολόγος κάνει μιά ἐκτεταμένη ἱστορική ἀναδρομή πρό τοῦ Σχίσματος, κατά τό Σχίσμα καί μετά τό Σχίσμα μέχρι τήν ἐποχή μας, γιά νά καταδείξη ὅτι ἡ ἴδια καί ἀπαράλλακτη τακτική καί δράση καί φαρισαϊκή «κουτοπονηριά» καί «ἐπιστημονική δολιότης» ἐμφωλεύει στίς ἐνέργειες καί «ἱεραποστολές» τοῦ Παπισμοῦ σέ ὅλους τούς λαούς, σέ ὅλες τίς ἡπείρους.

Στίς σελῖδες 199-203 ἀξιοσημείωτα εἶναι τά τῆς συμβολῆς τοῦ Μανουήλ Γεδεών, ἱστορικοῦ, ἀρχειοδίφου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Ἐδῶ κλείνει θά λέγαμε τό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου γιά νά ἀνοίξη τό δεύτερο μέρος μέ τήν ἐπιστολή τοῦ διακόνου Πέτρου Κλαιρκίου τῆς Ροδομαγνησίας Ἐκκλησίας πρός τόν Εὐγένιον Βούλγαριν μέχρι τήν σελῖδα 222. Ἀπό τήν σελῖδα 223 ὁ ἀναγνώστης ἔχει ἐμπρός του τήν ἀπάντηση τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως πρός τόν Πέτρον Κλαίρκιον, ὁ ὁποῖος ἐπίμονα ζητεῖ νά γνωρίση τήν τῶν Γραικῶν Ἐκκλησία καί Πίστη. Στήν σελῖδα 223 εἶναι τυπωμένο τό ἐξώφυλλο τῆς πρώτης ἐκδόσεως, τοῦ 1844, ἀπό τόν ἐκδότη Ἀνδρέα Κορομηλᾶ πού γράφει καί μονοσέλιδον πρόλογον. Ἀμέσως μετά ἀκολουθεῖ ἡ ἐπιστολή τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως σέ δίστηλο. Ἀπό τήν ἀριστερή στήλη τό κείμενο καί ἀπό τήν δεξιά ἡ ἑρμηνεία, μία ἑρμηνεία ἀκριβής καί ἐπιτυχημένη, γλαφυρή καί πιστή, μέ σημειώσεις, ὅπου χρειάζονται, ἐπιτόπιες γιά τήν διευκόλυνση καί καθοδήγηση τοῦ ἀναγνώστου.

Ἡ ἀπαντητική ἐπιστολή τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καταλαμβάνει τόν χῶρο τοῦ βιβλίου μέχρι τήν σελῖδα 462.

Ὁ Θεοφιλέστατος συγγραφεύς ἐθεώρησε καλό καί χρήσιμο ὡς ἐπίλογον τοῦ ἔργου του νά προσαρτήση στό τέλος τρία κείμενα, ἐκ τῶν ὁποίων τό καθένα ἔχει ἰδιαίτερη ἱστορική καί διδακτική ἀξία καί ἀπό τά ὁποῖα ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης μπορεῖ νά ἐξαγάγη ὠφέλιμα συμπεράσματα. Τό πρῶτο κείμενο εἶναι ἡ ἐπιστολή Θεοφάνους ἱερομονάχου πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννην τόν Παλαιολόγον. Τό δεύτερο ἡ ἀπάντησις τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου τοῦ στ’ στήν πρόσκλησι τοῦ Πάπα Ρώμης Πίου τοῦ ΙΧ. Καί τό τρίτο ἡ ἐπιστολή τῶν προκρίτων ἡγουμένων τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα.

Τέλος, μαζί μέ τόν σεβαστόν συγγραφέα, ἐρωτοῦμε: « Ἄλλαξε (τίποτε) – καί δέν τό πήραμε εἴδησι – στήν βατικάνεια στόχευσι καί σπουδή γιά θρησκευτική ἄν μή καί πολιτική ὑπαγωγή παντός τοῦ κόσμου ὑπό τήν τιάρα (στέμμα) καί τό σκῆπτρο τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκος;» (σελ. 21). Εἶπε ἤ δέν εἶπε ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος ΙΙ στόν λόγο του πρό τῆς ἐκλογῆς του ὅτι «εὐρωπαῖοι πρέπει νά λογίζωνται μόνο ὅσοι Χριστιανοί εἶναι ἑνωμένοι μέ τήν Ρώμη»; Μήπως, ὅμως, καί οἱ εὐρωπαῖοι καί ὅλος ὁ κόσμος ἀρχίζει νά καταλαβαίνη ὅτι ὁ Παπισμός προσέβαλε, ἐφόνευσε καί ἐκάλυψε ὑπό τήν τιάρα του τόν Τριαδικόν Θεόν καί διέφθειρε τόν Χριστιανισμόν καί εἶναι ἕνας παραμορφωμένος, διεφθαρμένος Χριστιανισμός; Ἀπό ἕνα τέτοιο «σκιάχτρο» καί «θέατρο» φυσιολογικό δέν εἶναι νά ἀποσκιρτοῦν κατά ἑκατοντάδες οἱ ἄνθρωποι καί νά ὁδηγοῦνται στήν ἀθεΐα ἤ σέ μύριες ἄλλες πλάνες καί θρησκεῖες;