Αληθινή ιστορία

Τους ξάφνιασε όλους

Εφέτος σε καινούριο σχολείο. Του είχαν δώσει την Β1 με 22 μικρά χαριτωμένα που τον κοίταζαν στα μάτια. Και ο Νίκος ο δάσκαλός τους τη χαιρόταν την τάξη του. Τί κι αν ήταν νέος; Είχε τόση επίδραση στα παιδιά, που το ‘λεγαν οι γονείς από τον πρώτο κιόλας μήνα:

-Τούτος ο δάσκαλος δεν μοιάζει με τους άλλους. Τα παιδιά μας τα βλέπει σαν παιδιά του. Τα κέρδισε με στοργή μοναδική. Τα ‘κανε ν’ αγαπήσουν τα γράμματα, γιατί τους μεταγγίζει τη γνώση με τέχνη απίστευτη. Τέτοια ώστε, επιστρέφοντας από το σχολείο στο σπίτι, να μην έχουν κενά και να μη χρειάζονται οι ίδιοι κόπο πολύ για να τα διαβάζουν. Μάθαινε στα παιδιά ο δάσκαλός τους ο καλός όχι μόνο γράμματα αλλά και τρόπους ευγένειας και καλοσύνης αναμεταξύ τους. Ας ήταν μικρά. Μπορούσε και τα ‘φτιαχνε μεγάλα τα παιδιά του σε αρετή και πειθαρχία. Το ‘βλεπαν οι γονείς τους. Το ‘βλεπαν αυτό και οι άλλοι δάσκαλοι και χαίρονταν τον νιοφερμένο συνάδελφό τους. Θαύμαζαν πως μπορούσε να τιθασεύσει μια τάξη, που πάντα έχει μεγάλες απαιτήσεις στην προσαρμογή.

Όμως γι’ αυτό έδινε τις μάχες του ο δάσκαλός μας. Κοπίαζε πολύ. Αλλά και πίστευε πολύ. Το έργο του το ιερό το στήριζε στον Θεό. Από εκεί αντλούσε δύναμη ξεχωριστή και Χάρι και ειρήνη και έμπνευση μοναδική.

Δεν έβλεπε την τάξη μόνο σαν τάξη. Αλλά και το κάθε παιδί ξεχωριστά το ‘βλεπε. Το είχε στην καρδιά του και το φρόντιζε, γιατί αισθανόταν «οφειλέτης» νύχτα – μέρα σε κάθε μαθητή του. Ένιωθε υποχρέωση ιερή να τους στηρίξει στην αρετή και στον Χριστό.

Τούτες τις μέρες ζει το πρόβλημα της Μαριάννας. Φαίνεται το είχε από παλιά. Αλλά τώρα φανερώθηκε πιο έντονο. Τη βλέπει εκεί στο πρώτο θρανίο αριστερά, δίπλα στη Νίκη. Είναι ανήσυχη, έντονα υπερκινητική. Δεν προσέχει. Κοιτά αλλού. Όλα της φταίνε. Χέρι ποτέ δεν σηκώνει ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις. Αντιγράφει από τον πίνακα τις ασκήσεις λάθος. Ο ίδιος τη συμπονεί. Σκύβει κοντά της. Της εξηγεί αργά-αργά τις λέξεις, τα φωνήεντα, τα σύμφωνα.

-Τη λέξη «σχολείο» τη γράφουμε με «ο» και με «ει», λέει σε όλους και τη γράφει στον πίνακα. Η Μαριάννα το ακούει, το βλέπει, αλλά το γράφει λάθος. Γράφει τη λέξη με «ω» και «η». Και ο δάσκαλος με υπομονή πολλή δεν παύει να εξηγεί και να βοηθεί από κοντά και στο διάλειμμα τη μικρή του μαθήτρια.

Κυλούσαν οι ημέρες χωρίς διόρθωση.

Ήρθαν και οι γονείς της Μαριάννας στο σχολείο. Ενημερώθηκαν. Οι ίδιοι όμως δεν είχαν κάτι να πουν για το παιδί τους. Ίσως και δεν ήθελαν…

Αλλά ο καλός δάσκαλος δεν έπαυε να βοηθεί και διακριτικά να συμπαραστέκεται στο δυσκολεμένο παιδί.

-Μαριάννα, της λέει κάποια μέρα, μείνε λίγο στο διάλειμμα, σε θέλω.

Ήρθε το αθώο πλάσμα πλάι στον δάσκαλο, δίπλα στην έδρα. Αυτή τη φορά όχι για κάποια εξήγηση στο μάθημα της ημέρας. Αλλά για άλλο μάθημα τόσο ξεχωριστό, που ετοίμαζε ο πιστός δάσκαλος να κάνει.

Κοίταξε στα μάτια το μικρό παιδί και το ρωτά:

-Δεν μου λες, Μαριάννα μου, κάθε πρωί όταν ξυπνάς, πριν έρθεις στο σχολείο, κάνεις προσευχούλα;

-Όχι, κύριε, δεν ξέρω να κάνω, απάντησε αυθόρμητα η μικρή.

-Δεν χρειάζεται να ξέρεις. Δυο λόγια απ ’την καρδιά σου να πεις στην εικόνα του Χριστού.

-Κύριε, δεν έχουμε εικόνα στο σπίτι…

Έμεινε έκπληκτος ο δάσκαλος. Έσκυψε κάτω το βλέμμα του. Έκρυψε τον πόνο του. Κοίταξε πάλι το παιδί και με βλέμμα φωτεινό της λέει:

-Θα σου δώσω εγώ, Μαριάννα μου, μια εικόνα.

Έβγαλε από το πορτοφόλι του μια μικρή πλαστικοποιημένη εικονίτσα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, που είχε φυλαγμένη, ευλογία από το Άγιον Όρος.

-Δική σου, Μαριάννα! Από σήμερα να προσεύχεσαι σ’ αυτήν.

Άπλωσε η μικρή το χέρι, πήρε την εικόνα με ευλάβεια και την κοιτούσε κρατώντας την σφιχτά.

-Ναι, Μαριάννα. Να τη βάλεις κάτω από το μαξιλάρι σου. Κάθε πρωί που ξυπνάς, να την παίρνεις στα χέρια σου, να την ασπάζεσαι με χαρά και να λες δυο λόγια προσευχής, δικά σου λόγια, σαν κι αυτά: «Χριστέ μου, Σε ευχαριστώ που μου χάρισες ήσυχο ύπνο. Φώτισέ με να καταλάβω τα μαθήματα στο σχολείο. Φύλαξε από κάθε κακό τους γονείς μου και όλα τα παιδιά του κόσμου. Να έχουμε όλοι υγεία και αγάπη».

Τέτοια λόγια να λες στην προσευχή. Να λες και το «Πάτερ ημών…». Μετά πες και στην Παναγία δυο λόγια: «Παναγία μου, βοήθησέ με και προστάτευσέ με». Και στον φύλακα Άγγελό σου να λες: «Όλη μέρα να είσαι στο πλευρό μου…». Και έτσι δυνατή θα έρχεσαι σχολείο. Και όταν έρθει το βράδυ, πριν κοιμηθείς, κάνε πάλι το ίδιο. Ευχαρίστησε τον Ιησού Χριστό, την Παναγία, τον Άγγελό σου και κοιμήσου ήσυχα, ειρηνικά…

Αυτά είπε ο καλός δάσκαλος σε κείνο το διάλειμμα. Την επόμενη ημέρα –ακριβώς την άλλη ημέρα – μια άλλη Μαριάννα φάνηκε στην τάξη. Ήταν χαρούμενη και έλαμπε από φως μοναδικό.

Σε κάθε ερώτηση του δασκάλου η Μαριάννα σήκωνε πρώτη το χέρι και απαντούσε σωστά. Τους ξάφνιασε όλους. Ένα παιδί που ποτέ μέχρι τώρα δεν σήκωσε χέρι και όταν τη ρωτούσε ο δάσκαλος, απαντούσε λάθος, τώρα, ω! τώρα η Μαριάννα φανέρωνε ένα ολοζώντανο θαύμα, θαύμα αλλαγής που κράτησε όχι μόνο μια μέρα, αλλά κάθε μέρα και όλη τη χρονιά. Κι έγινε από τους πρώτους στην τάξη της. Άριστη στον λόγο και στα γραπτά της. Μα πρώτη και στην πίστη. Γιατί αυτή η μυστική δύναμη της παιδικής προσευχής της την είχε αλλάξει.

Τους ξάφνιασε όλους!