ΑΓΧΟΣ: Η ΑΡΡΩΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ

Τό ἄγχος τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἔγινε πλέον ἡ ἐπιδημία τῆς ἐποχῆς μας. Συχνά ἀκοῦμε, δεξιά καί ἀριστερά, ἐδῶ καί ‘κεῖ, ἀπ’ὅλες τίς πλευρές τούς ὁρισμούς «ἀγχώδης», «ἄγχομαι», «ἀγχοτικός», «ἀγχολυτικά φάρμακα». Τό φαινόμενο εἶναι ἀνησυχητικό διότι προσβάλλει πρῶτα τόν πνευματικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, πληγώνει τόν ὀργανισμό τοῦ πνεύματός του καί κατόπιν ἔχει τίς ἀγχοτικές ἐπιδράσεις καί τά ἀγχοτικά συμπτώματα στό νευροφυτικό σύστημα, μέ ἀντίστοιχες ὀργανικές παθήσεις. Ἐπειδή ἡ ψυχή εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μέ τό σῶμα καί τό σῶμα μέ τήν ψυχή, τό ἕνα ἐπιδρᾶ στό ἄλλο μυστηριωδῶς καί ἀντανακλαστικῶς καί μέ ταχύτατο ρυθμό.

Τό ἄγχος εἶναι ἕνα νόσημα τῆς ψυχῆς. Εἶναι μία «παρά φύσιν» κατάστασις τῆς θεοφιλοῦς καί θεόπλαστης ψυχῆς. Διότι δέν ἐπλάσθη ἡ ψυχή ἀπό τόν Δημιουργό της νά ἄγχεται, νά ἀγωνιᾶ, νά ταράζεται, νά συγχύζεται. Ἐπλάσθη καί θεοϋφάνθη ἡ ψυχή νά εἰρηνεύει, νά πιστεύει, νά ἐλπίζει, νά ἀγαπᾶ, νά θυσιάζεται ὑπέρ τοῦ πλησίον.

Ἡ σύγχρονη παθολογική αὐτή στάση καί ἐκδήλωσις τοῦ ἄγχους φανερώνει ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει ἀποδυναμωθεῖ ἀπό τήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη καί ἀπό τήν αὐτενεργοῦσα προσευχή. Ἡ ἀπιστία, σάν ὑπαρξιακό φαινόμενο τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος, ἀλλά καί σάν ἔλλειψις ἐμπιστοσύνης στήν πανσωστική Πρόνοια τοῦ Φιλανθρώπου Θεοῦ καί σάν ἔλλειψ ἐμπιστοσύνης στόν συνάνθρωπο, ἀποτελεῖ βασική αἰτία τοῦ ἄγχους. Ἡ ὀλιγοπιστία ὄχι λιγώτερο γεννᾶ ἤ ἐπαυξάνει ἀγχοτικές καταστάσεις καί ὁδηγεῖ στήν ἀπιστία. Ἡ ἀπελπισία, σάν ἕνα ἀδιέξοδο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί ὀρθολογικῆς, φιλοσοφικό κατάλοιπο τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἕνα δεδομένο προδρομικό, ἀλλά καί ἀναδρομικό τοῦ ἄγχους. Ὁ ἀτομισμός ἤ ὁ ἐγωισμός -ὁ ἀντίπους τῆς ἀγάπης- ἐπιθυμεῖ τόν ἀκόρεστο κορεσμό τοῦ ἐγώ ἀπό ὑλικά ἀγαθά, τυφλώνει τά μάτια τοῦ νοῦ καί ὁδηγεῖ στό σκοτάδι τοῦ ἄγχους καί στόν γκρεμό τῆς φιλαυτίας.

Ἡ πίστη ἐξαφανίζει τό ἄγχος. Ἡ ἐλπίδα ἐλευθερώνει ἀπό τό ἄγχος καί ἡ ἀγάπη φυτεύει στήν θέσι του τό θεϊκό ἄνθος τῆς εἰρήνης. Μέσα σέ ὅλα αὐτά ἡ περιεκτική ὅλων προσευχή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἀποτοξινώνει τήν ψυχή ἀπό τίς τοξῖνες τῆς ἀγωνίας, τῆς ταραχῆς, τῆς ἀβεβαιότητος γιά τό παρόν καί τό μέλλον καί ἐναποθέτει τά πάντα στά στοργικά Χέρια τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν. Ἰδού ποιά εἶναι ἡ εἰρηνική στάση τῆς ψυχῆς πού διώκει τό ἄγχος μέ τήν ὁλόψυχη στροφή της στόν Κύριο:

« σκέπασον ἡμᾶς ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων Σου

ἀποδίωξον ἀφ’ ἡμῶν πάντα ἐχθρόν καί πολέμιον,

εἰρήνευσον ἡμῶν τήν ζωήν,

Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς καί τόν κόσμον σου

καί σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν

ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».

Ἡ προσευχή, καί ἰδιαιτέρως ἡ μονολόγιστη προσευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ, στηρίζει καί ἐνεργοποιεῖ τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, τήν ἀγάπη, δημιουργεῖ τήν γλυκειά ὄψη τῆς πολυκύμαντης ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀποκαλύπτει τό θεῖο κάλλος τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχή ἐπαναφέρει τίς σκορπισμένες δυνάμεις καί ἐνέργειες τῆς ψυχῆς στήν ἀρχική ἁπλότητα. Ἀπαλάσσει ἀπό τήν τυραννία τῆς βιοτικῆς μερίμνης γιά τά ὑλικά ἀγαθά. Ὄντως ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα γιά τήν ὕλη εἶναι ἡ βασικώτερη αἰτία τοῦ ἄγχους. «…Διά τοῦτο λέγω ὑμῖν, μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καί τί πίητε, μηδέ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχί ἡ ψυχή πλεῖον ἐστι τῆς τροφῆς καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν, οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καί ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά, οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» (Ματθ. στ΄ 25-27 ).

Τό νά «ἐμβλέψη» κανείς στά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ δέν εἶναι καί τόσο εὔκολο πρᾶγμα στήν σύγχρονη, μηχανοκρατούμενη, ὑλιστική ἐποχή μας. Πρῶτα-πρῶτα μέσα στίς μεγάλες πόλεις ἔχουν ἐξαφανισθεῖ σχεδόν τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ. Κατόπιν δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποκτήση ἕνα τέτοιο ὑπερφυσικό βλέμμα, παρά μόνο ἄν «σχολάση» καί ἡσυχάση νοερῶς καί φθάσει στήν ἀληθινή καί σωστική γνώση τῶν πουλιῶν τοῦ οὐρανοῦ καί τῶν κρίνων τοῦ ἀγροῦ.

-Εἶχες ποτέ ἄγχος στήν ζωή σου, γέροντα; ἐρωτήσαμε ἕνα ἀσκητή ἑνεννήντα ἑπτά ἐτῶν. Καί μᾶς ἀπάντησε ὅτι δέν γνωρίζει τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό τό ἄγχος. Δέν γνωρίζει κἄν τήν ὀνομασία του, γιά πρώτη φορά τό ἄκουσε, ἀλλά οὔτε ποτέ τό ἐδοκίμασε. Διότι ὁ γέρων ἐκεῖνος ἀσκητής ζεῖ στόν καθαρό ἀέρα τοῦ βουνοῦ καί κολυμπάει στά ἤρεμα γαλήνια νερά τῆς προσευχῆς του.

«Πᾶσαν τήν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν…» ψάλλομε τήν ἱερά ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Γι’αὐτό καί ὁ μετέχων τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἀμέτοχος τῶν βασανιστικῶν ἀγχοτικῶν συμπτωμάτων τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ἡ Θεία Λειτουργία ὁδηγεῖ στήν ὑπέρβαση τοῦ ἄγχους, καί ἐνώνει τόν ἄνθρωπο μέ Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Χαρά καί ἡ Εἰρήνη τοῦ κόσμου.

Ἡ μέριμνα γιά τό φαγητό καί γιά τό ροῦχο, δηλαδή γιά τήν ὕλη, χαρακτηρίζει τήν εἰδωλολατρική νοοτροπία καί σκέψη τῶν ἀνθρώπων. Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου μᾶς λέγει: «Τίς ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; καί περί ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τά κρῖνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει… μή οὗν μεριμνήσητε λέγοντες τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλλώμεθα; πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ». ( Ματθ. στ΄ 28-32 ).

Ἡ ἐναγώνια κοσμική μέριμνα, ἡ φυσική μητέρα πού γεννᾶ τό ἄγχος, ζητεῖ πάντοτε τήν αὔξηση, τήν πρόσθεση τῆς ὕλης, τῆς σαρκός, τοῦ πλούτου. Ἀντιθέτως ἡ ἐναγώνια εἰρηνική μέριμνα καί σκέψη τῶν ἁγίων εἶναι ἡ φυσική μητέρα πού γεννᾶ τήν εἰρήνη, ἐπιθυμεῖ πάντοτε τήν μείωση, τήν ἀφαίρεση τῆς ὕλης καί κάθε ὑλικοῦ ἀγαθοῦ. «Οἶδε γάρ ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων». (Ματθ. στ΄ 32).